Опала στα ελληνικά
Μετάφραση: опала, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- быстроходный στα ελληνικά - έξοχος, ράπισμα, γρήγορα, γρήγορος, υψηλής ταχύτητας, μεγάλης ταχύτητας, υψηλών ταχυτήτων, ...
- вакцинация στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
- гаитянский στα ελληνικά - Αϊτής, της Αϊτής, haitian, Αϊτή
- горделиво στα ελληνικά - υπερήφανα, αλαζονικώς, υπεροπτικά, αλαζονικά, υπεροψία
Τυχαίες λέξεις
Опала στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση