Опровергать στα ελληνικά
Μετάφραση: опровергать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορώ, μπατάρω, αντιλέγω, διαψεύδω, αντιφάσκω, παραποιώ, αναιρώ, αντικρούω, αναποδογυρίζω, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буксировка στα ελληνικά - ρυμουλκώ, στουπί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, έλξης, έλκοντος, ρυμουλκού
- вытираться στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε, ...
- дистрибутивный στα ελληνικά - διανεμητικές, διανεμητικό, διανεμητικής, διανεμητικού, διανεμητική
- дифтерия στα ελληνικά - διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
Τυχαίες λέξεις
Опровергать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορώ, μπατάρω, αντιλέγω, διαψεύδω, αντιφάσκω, παραποιώ, αναιρώ, αντικρούω, αναποδογυρίζω, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν
Μεταφράσεις: φορώ, μπατάρω, αντιλέγω, διαψεύδω, αντιφάσκω, παραποιώ, αναιρώ, αντικρούω, αναποδογυρίζω, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν