Ослабевший στα ελληνικά

Μετάφραση: ослабевший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπεδος, διαμέρισμα, άτονη, ατονική, ατονικές, ατονίας, atonic
Ослабевший στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вихлять στα ελληνικά - ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, πείθω, μηχανάκι, κουνιέμαι, ταλάντευση, δόνησης, ...
  • въезд στα ελληνικά - καταχώρηση, είσοδος, λήμμα, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
  • горсовет στα ελληνικά - πόλη, Δημοτικό Συμβούλιο, Δημοτικού Συμβουλίου, του Δημοτικού Συμβουλίου, το Δημοτικό Συμβούλιο, Δημοτικό Συμβούλιο του
  • двузначный στα ελληνικά - διφορούμενος, διψήφια, διψήφιο, διψήφιους, διψήφιας, διψήφιες
Τυχαίες λέξεις
Ослабевший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπεδος, διαμέρισμα, άτονη, ατονική, ατονικές, ατονίας, atonic