Останавливаться στα ελληνικά
Μετάφραση: останавливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, διαμένω, κατοικώ, χρονοτριβώ, υπόλοιπος, σταματώ, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баловень στα ελληνικά - αγαπημένος, θωπεύω, αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη
- в-девятых στα ελληνικά - Ένατο, Ένατον
- венесуэла στα ελληνικά - Βενεζουέλα, venezuela, Βενεζουέλας, τη Βενεζουέλα, της Βενεζουέλας
- вырезывать στα ελληνικά - τύμβος, καίριος, τάφος, τάφο, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό
Τυχαίες λέξεις
Останавливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, διαμένω, κατοικώ, χρονοτριβώ, υπόλοιπος, σταματώ, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: μένω, διαμένω, κατοικώ, χρονοτριβώ, υπόλοιπος, σταματώ, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει