Отпетый στα ελληνικά
Μετάφραση: отпетый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεγνωσμένος, απερίσκεπτος, απελπισμένος, παράτολμος, ατάσθαλος, μανιώδης, παλαιός, παγιωμένων, βαθιά ριζωμένη, φανατικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волокита στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, γραφειοκρατικές
- выдох στα ελληνικά - τολύπη, απόπνοια, εκπνοής, εκπνοή, την εκπνοή, της εκπνοής
- головокружительный στα ελληνικά - ζαλισμένος, ζάλη, ζαλάδα, ζάλης, ζαλισμένοι
- двоебрачие στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
Τυχαίες λέξεις
Отпетый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απερίσκεπτος, απελπισμένος, παράτολμος, ατάσθαλος, μανιώδης, παλαιός, παγιωμένων, βαθιά ριζωμένη, φανατικός
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απερίσκεπτος, απελπισμένος, παράτολμος, ατάσθαλος, μανιώδης, παλαιός, παγιωμένων, βαθιά ριζωμένη, φανατικός