Отчитывать στα ελληνικά

Μετάφραση: отчитывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιπλήττω, διηγούμαι, επίπληξη, κατσαδιάζω, λέω, αφηγούμαι, καβγάς, σειρά, κωπηλατώ, ξεχωρίζω, διάλεξη, διάλεξης, ομιλία, διαλέξεων, διδασκαλίας
Отчитывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бакалея στα ελληνικά - παντοπωλείο, τροφίμων, παντοπωλείων, παντοπωλείου, παντοπωλεία
  • брызганье στα ελληνικά - ράντισμα, ραντίζω, πιτσιλάω, πασπάλισμα, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, πασπαλίζω, ...
  • важность στα ελληνικά - επιτόκιο, επίπτωση, ανησυχία, συνέπεια, βαρύτητα, ενδιαφέρον, εισάγω, ...
  • дуновение στα ελληνικά - φωτοστέφανο, φυσώ, αναστενάζω, τολύπη, αναπνοή, χτύπημα, αναστεναγμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Отчитывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιπλήττω, διηγούμαι, επίπληξη, κατσαδιάζω, λέω, αφηγούμαι, καβγάς, σειρά, κωπηλατώ, ξεχωρίζω, διάλεξη, διάλεξης, ομιλία, διαλέξεων, διδασκαλίας