Ощетинившийся στα ελληνικά

Μετάφραση: ощетинившийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απειλητικός, αναστηλώνω, ορθώνω, ανεγείρω, bristling
Ощетинившийся στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антибиотик στα ελληνικά - αντιβιοτικό, αντιβιοτικού, αντιβιοτικά, αντιβιοτική, στα αντιβιοτικά
  • атлантический στα ελληνικά - Ατλαντικού, Ατλαντικό, Ατλάντικ, Atlantic, Ατλαντικός
  • вспухнуть στα ελληνικά - φουσκώνω, αρμόζω, εξογκώνω, γίνομαι, πρήζω, vspuhnut
  • житейский στα ελληνικά - ζωτικός, ουσιώδης, καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές
Τυχαίες λέξεις
Ощетинившийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απειλητικός, αναστηλώνω, ορθώνω, ανεγείρω, bristling