Повышение στα ελληνικά
Μετάφραση: повышение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλεγμονή, αυξάνομαι, ανάδειξη, προώθηση, μεταρσίωση, ανύψωση, ορθώνομαι, ενισχύω, ασανσέρ, αύξηση, υψώνω, άνοδος, σηκώνω, προαγωγή, προβαίνω, ανεβάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесноваться στα ελληνικά - τρικυμία, ρημάζω, λυσσομανώ, καταστρέφω, μανία, οργή, φουντώνω, ...
- биология στα ελληνικά - βιολογία, Βιολογίας, Biology, της βιολογίας, τη βιολογία
- возвести στα ελληνικά - ορθώνω, αναστηλώνω, ανεγείρω, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, ...
- далее στα ελληνικά - μακρύτερος, έπειτα, περαιτέρω, επόμενος, τότε, παραπέρα, μετά, ...
Τυχαίες λέξεις
Повышение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλεγμονή, αυξάνομαι, ανάδειξη, προώθηση, μεταρσίωση, ανύψωση, ορθώνομαι, ενισχύω, ασανσέρ, αύξηση, υψώνω, άνοδος, σηκώνω, προαγωγή, προβαίνω, ανεβάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: φλεγμονή, αυξάνομαι, ανάδειξη, προώθηση, μεταρσίωση, ανύψωση, ορθώνομαι, ενισχύω, ασανσέρ, αύξηση, υψώνω, άνοδος, σηκώνω, προαγωγή, προβαίνω, ανεβάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει