Почить στα ελληνικά
Μετάφραση: почить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, να ξεκουραστεί, για να ξεκουραστούν, να ξεκουραστούν, για ανάπαυση, για να ξεκουραστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альвеолярный στα ελληνικά - κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
- бродяжничество στα ελληνικά - αλητεία, επαιτείας, επαιτεία, η αλητεία
- глушение στα ελληνικά - σφήνωμα, παρεμβολών, παρεμβολής, εμπλοκή, παρεμβολές
- девица στα ελληνικά - κορίτσι, παρθένος, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα
Τυχαίες λέξεις
Почить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, να ξεκουραστεί, για να ξεκουραστούν, να ξεκουραστούν, για ανάπαυση, για να ξεκουραστεί
Μεταφράσεις: ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, να ξεκουραστεί, για να ξεκουραστούν, να ξεκουραστούν, για ανάπαυση, για να ξεκουραστεί