Предполагать στα ελληνικά

Μετάφραση: предполагать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιλαμβάνω, υπολογίζω, μαντεύω, υποπτεύομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, υπονοώ, εμπλέκω, εισάγω, υποθέτω, φαντάζομαι, υποτίθεται, εικασία, σκέφτομαι, παραχωρώ, εμπλέκομαι, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, αναλαμβάνουν
Предполагать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анкилоз στα ελληνικά - αγγύλωση, αγκύλωση, αγκύλωσης, την αγκύλωση, αγκύλωση σε
  • баба στα ελληνικά - γυναίκα, σκαθάρι, εμβολίζω, γιαγιά, κριάρι, βαβά, σύζυγος, ...
  • григорианский στα ελληνικά - Γρηγοριανό, Γκρεγκόριαν, Gregorian, Γρηγοριανού, Ο Γκρεγκόριαν
  • довоенный στα ελληνικά - προπολεμικός, προπολεμικό, προπολεμική, antebellum, προπολεμικών
Τυχαίες λέξεις
Предполагать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιλαμβάνω, υπολογίζω, μαντεύω, υποπτεύομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, υπονοώ, εμπλέκω, εισάγω, υποθέτω, φαντάζομαι, υποτίθεται, εικασία, σκέφτομαι, παραχωρώ, εμπλέκομαι, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, αναλαμβάνουν