Престарелый στα ελληνικά

Μετάφραση: престарелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, παλαιός, γέρος, ηλικιωμένος, ηλικίας, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία
Престарелый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бредовой στα ελληνικά - έξαλλος, παραλήρημα, Raving, παραληρών, παραπληρών
  • впечатление στα ελληνικά - επενέργεια, επενεργώ, πεποίθηση, αίσθημα, εντυπωσιάζω, αντίληψη, εντύπωση, ...
  • горчичный στα ελληνικά - μουστάρδα, μουστάρδας, σιναπιού, τη μουστάρδα, σινάπι
  • горячить στα ελληνικά - βρίσκομαι, ζεσταίνω, θερμαίνω, είμαι, διανύω, ζέστη, καυτό, ...
Τυχαίες λέξεις
Престарелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, παλαιός, γέρος, ηλικιωμένος, ηλικίας, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία