Приволье στα ελληνικά
Μετάφραση: приволье, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπραΰνω, άνεση, παρηγορώ, έκταση, έκτασης, εκπέτασμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архитектор-декоратор στα ελληνικά - διακοσμητής, διακοσμητή, διακοσμήτρια, διακοσμητής της, Ο διακοσμητής
- бревенчатый στα ελληνικά - κούτσουρο, συνδεθείτε, log, να συνδεθείτε, συνδέεστε
- вонзать στα ελληνικά - βουτώ, πέφτω, μπήγω, καταδύομαι, ώθηση, δουλειά, χωμένος, ...
- горе στα ελληνικά - θλίψη, συμφορά, κακοτυχία, λυπάμαι, δυστυχία, όλεθρος, μπελάς, ...
Τυχαίες λέξεις
Приволье στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπραΰνω, άνεση, παρηγορώ, έκταση, έκτασης, εκπέτασμα
Μεταφράσεις: καταπραΰνω, άνεση, παρηγορώ, έκταση, έκτασης, εκπέτασμα