Причал στα ελληνικά
Μετάφραση: причал, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στερέωση, αποβάθρα, γρήγορος, ράμπα, γρήγορα, κουκέτα, αγκυροβόλιο, ελλιμενισμένα, θέση αγκυροβολίας, θέση ελλιμενισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- будни στα ελληνικά - εργάσιμες, καθημερινές, εργάσιμες ημέρες, τις καθημερινές, εργάσιμες μέρες
- ветвление στα ελληνικά - παρακλάδι, διακλάδωση, διακλαδώσεως, διακλάδωσης
- водорез στα ελληνικά - ψαρόνι, Cutwater
- декантировать στα ελληνικά - αποσταλάζω, μεταγγίζω, αποχέεται, αποχύστε, χύστε το υπερκείμενο υγρό
Τυχαίες λέξεις
Причал στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στερέωση, αποβάθρα, γρήγορος, ράμπα, γρήγορα, κουκέτα, αγκυροβόλιο, ελλιμενισμένα, θέση αγκυροβολίας, θέση ελλιμενισμού
Μεταφράσεις: στερέωση, αποβάθρα, γρήγορος, ράμπα, γρήγορα, κουκέτα, αγκυροβόλιο, ελλιμενισμένα, θέση αγκυροβολίας, θέση ελλιμενισμού