Развеселый στα ελληνικά
Μετάφραση: развеселый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρούμενος, φαιδρός, ομοφυλόφιλος, εύθυμος, Merry, εύθυμο, εύθυμη, κεφάτο
Μεταφράσεις
- вымарывать στα ελληνικά - βρώμικος, λερωμένος, μαγαρίζω, συσκοτίζω, διαγράφω, black out, μαυρίσετε, ...
- грубый στα ελληνικά - χοντρός, τραχύς, κτηνώδης, απότομος, ξετσίπωτος, αδαής, αμβλύς, ...
- диабетический στα ελληνικά - διαβητικός, διαβητική, διαβητικούς, διαβητικής, διαβητικών
- доноситься στα ελληνικά - γερός, χαιρετίζω, ήχος, φτάνω, παίρνω, αποκτώ, χαιρετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Развеселый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρούμενος, φαιδρός, ομοφυλόφιλος, εύθυμος, Merry, εύθυμο, εύθυμη, κεφάτο
Μεταφράσεις: χαρούμενος, φαιδρός, ομοφυλόφιλος, εύθυμος, Merry, εύθυμο, εύθυμη, κεφάτο