Ομοφυλόφιλος στα ρωσικά

Μετάφραση: ομοφυλόφιλος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
блестящий, гомосексуальный, веселый, радостный, беспутный, содомит, яркий, красочный, нарядный, пестрый, развеселый, цветистый, гей, геев, геем
Ομοφυλόφιλος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομοφυλόφιλος

ομοφυλόφιλος γεννιέσαι ή γίνεσαι, ομοφυλόφιλος γκέι, ομοφυλόφιλος γκέι ομοφυλοφιλία, ομοφυλόφιλος βελουχιώτης, ομοφυλόφιλος πατέρας, ομοφυλόφιλος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ομοφυλόφιλος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ομοσπονδιακός στα ρωσικά - федеративный, федеральный, войска, союзный, федералист, федерального, федеральное, ...
  • ομοφυλοφιλία στα ρωσικά - гомосексуализм, Гомосексуальность, гомосексуализма
  • ομοφωνία στα ρωσικά - единодушие, согласие, согласованность, консенсус, единодушия, единогласие, единогласия, ...
  • ομπρέλα στα ρωσικά - зонт, зонтик, ширма, зонтика, зонтиком, зонтичной
Τυχαίες λέξεις
Ομοφυλόφιλος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: блестящий, гомосексуальный, веселый, радостный, беспутный, содомит, яркий, красочный, нарядный, пестрый, развеселый, цветистый, гей, геев, геем