Разъединить στα ελληνικά

Μετάφραση: разъединить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόβω, αποκόβω, αποκολλώ, διακόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, το θύμα παύει οποιαδήποτε, αποκόψει
Разъединить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • археологический στα ελληνικά - αρχαιολόγος, αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
  • веко στα ελληνικά - σκέπασμα, μαρκίζα, βλεφαρίδα, καπάκι, βλέφαρο, βλεφάρου, βλεφάρων, ...
  • венгр στα ελληνικά - Ούγγρος, ουγγρικός, ουγγρική, ουγγρικής, ουγγρικές
  • геодезия στα ελληνικά - γεωδαισία, γεωδαισίας, τη γεωδαισία, της γεωδαισίας, η γεωδαισία
Τυχαίες λέξεις
Разъединить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόβω, αποκόβω, αποκολλώ, διακόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, το θύμα παύει οποιαδήποτε, αποκόψει