Распахивать στα ελληνικά
Μετάφραση: распахивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξακοντίζω, άροτρο, αλέτρι, οργώνουν, οργώσουν, plow
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банту στα ελληνικά - Μπαντού, Bantu, το Bantu
- бордель στα ελληνικά - πορνείο, οίκο ανοχής, ανοχής, οίκων ανοχής, οίκος ανοχής
- висюлька στα ελληνικά - αναπηδώ, κρεμαστό κόσμημα, κρεμαστό, μενταγιόν, κόσμημα, κολιέ κρεμαστό
- география στα ελληνικά - γεωγραφία, γεωγραφίας, τη γεωγραφία, γεωγραφική, η γεωγραφία
Τυχαίες λέξεις
Распахивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξακοντίζω, άροτρο, αλέτρι, οργώνουν, οργώσουν, plow
Μεταφράσεις: εξακοντίζω, άροτρο, αλέτρι, οργώνουν, οργώσουν, plow