Расслаблять στα ελληνικά
Μετάφραση: расслаблять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταβάλλω, αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, χαλαρώστε, χαλάρωση, να χαλαρώσετε, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Μεταφράσεις
- бойскаут στα ελληνικά - πρόσκοπος, ανιχνεύω, ανιχνευτής, κατοπτεύω, προσκόπων, scout
- гиацинт στα ελληνικά - υάκινθος, υάκινθου, υακίνθου, υάκυνθος, υάκινθος του
- голландка στα ελληνικά - κτήνος, ζώο, Ολλανδή
- должник στα ελληνικά - δανειζόμενος, οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
Τυχαίες λέξεις
Расслаблять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταβάλλω, αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, χαλαρώστε, χαλάρωση, να χαλαρώσετε, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Μεταφράσεις: καταβάλλω, αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, χαλαρώστε, χαλάρωση, να χαλαρώσετε, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν