Рушиться στα ελληνικά

Μετάφραση: рушиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρχομαι, καταρρέω, σωριάζομαι, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Рушиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспроволочный στα ελληνικά - ασύρματο, ασύρματος, ασύρματη, ασύρματου, ασύρματης
  • вкрапленность στα ελληνικά - γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
  • графит στα ελληνικά - λουρί, μόλυβδος, ηγούμαι, γραφίτης, γραφίτη, από γραφίτη, γραφίτου
  • дозреть στα ελληνικά - μεστώνω, αρμόζω, ωριμάζω, μεστός, ώριμος, γίνομαι, ωριμάζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Рушиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρχομαι, καταρρέω, σωριάζομαι, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση