Сморщить στα ελληνικά

Μετάφραση: сморщить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυτίδα, σκυθρωπιάζω, ρυτιδώνω, συνοφρυώνομαι, ζάρα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική
Сморщить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безотчетный στα ελληνικά - ακούσιος, παράλογος, παράλογη, παράλογες, ανορθολογικές, ανορθολογικών
  • влажность στα ελληνικά - νωπός, υγρασία, υγρός, υγρασίας, την υγρασία, της υγρασίας, η υγρασία
  • восхищение στα ελληνικά - ευφροσύνη, έκσταση, θαυμασμός, ηδονή, εντρυφώ, χαρά, θαυμασμό, ...
  • демилитаризировать στα ελληνικά - αποστρατιωτικοποιώ, αποστρατικοποιήσει, αποστρατικοποιήσουν, αποστρατιωτικοποιήσουμε, αποστρατιωτικοποίηση των
Τυχαίες λέξεις
Сморщить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυτίδα, σκυθρωπιάζω, ρυτιδώνω, συνοφρυώνομαι, ζάρα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική