Средство στα ελληνικά
Μετάφραση: средство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεσίτης, μέσο, αλατίζω, επανορθώνω, συσκευή, συνταγή, μέσον, παράγων, αποκαθιστώ, τρόπος, μηχανή, μεσάζων, εργαλείο, ναρκωτικό, μηχάνημα, τέχνασμα, μέσα, μέσων, μέσου, τη βοήθεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдохновляться στα ελληνικά - νιώθω, βρίσκομαι, είμαι, αισθάνομαι, υφή, διανύω, εμπνευσμένη από, ...
- возгласить στα ελληνικά - διαλαλώ, καταδεικνύω, προκηρύσσω, διακηρύξει, διακηρύσσουν, διακηρύξουν, διακηρύξουμε, ...
- впадение στα ελληνικά - εισροή, συμβολή, συρροή, συμβολής, συρροής, σύγκλιση
- выгораживать στα ελληνικά - χλωμιάζω, αποχρωματίζω, λευκαίνω, χάνω το χρώμα μου, blanch
Τυχαίες λέξεις
Средство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεσίτης, μέσο, αλατίζω, επανορθώνω, συσκευή, συνταγή, μέσον, παράγων, αποκαθιστώ, τρόπος, μηχανή, μεσάζων, εργαλείο, ναρκωτικό, μηχάνημα, τέχνασμα, μέσα, μέσων, μέσου, τη βοήθεια
Μεταφράσεις: μεσίτης, μέσο, αλατίζω, επανορθώνω, συσκευή, συνταγή, μέσον, παράγων, αποκαθιστώ, τρόπος, μηχανή, μεσάζων, εργαλείο, ναρκωτικό, μηχάνημα, τέχνασμα, μέσα, μέσων, μέσου, τη βοήθεια