Темперировать στα ελληνικά
Μετάφραση: темперировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάθεση, οργή, σκληραίνω, μετριάζω, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Μεταφράσεις
- агентство στα ελληνικά - υπηρεσία, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
- выровненный στα ελληνικά - ευθυγραμμισμένος, Αδεσμεύτων, στοίχιση, ευθυγραμμισμένα, ευθυγραμμισμένες
- высмеивание στα ελληνικά - χλευασμός, παρωδία, κοροϊδία, χλευασμό, χλευασμού, τον χλευασμό, περίγελο
- диоптр στα ελληνικά - ανεμοδείκτης, πτερύγιο, διόπτρα, διόπτρας, διοπτρίας, διοπτριών, διοπτρία
Τυχαίες λέξεις
Темперировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάθεση, οργή, σκληραίνω, μετριάζω, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Μεταφράσεις: διάθεση, οργή, σκληραίνω, μετριάζω, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία