Усыпальница στα ελληνικά
Μετάφραση: усыпальница, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεκκλήσι, λάρνακα, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, ιερό, ιερού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездельничанье στα ελληνικά - φρατζόλα, οκνηρία, μικρόφωνο, νωθρότητα, χαλαρώνετε, Lounging, σας ξεκούραση
- вентилировать στα ελληνικά - αέρας, ατμόσφαιρα, αερίζω, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
- внеочередной στα ελληνικά - ασυνήθιστος, έκτακτη, έκτακτα, έκτακτες, εξαιρετικό, εξαιρετική
- глиптический στα ελληνικά - γλυπτό
Τυχαίες λέξεις
Усыпальница στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεκκλήσι, λάρνακα, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, ιερό, ιερού
Μεταφράσεις: παρεκκλήσι, λάρνακα, βωμός, λειψανοθήκη, ναός, ιερό, ιερού