Ухлопать στα ελληνικά
Μετάφραση: ухлопать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασπαθίζω, σκοτώνω, κατασπαταλώ, σπαταλώ, καταδαπανώ, uhlopat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аграрный στα ελληνικά - αγροτικός, αγροτική, αγροτικό, αγροτικής, αγροτικών
- веселить στα ελληνικά - ψυχαγωγώ, διασκεδάζω, ζωντανεύω, φαιδρύνω, χαροποιώ
- впечатлять στα ελληνικά - ξαφνιάζω, ζαλίζω, εκπλήσσω, χτυπώ, απεργία, αποσβολώνω, εντυπωσιάζω, ...
- выявление στα ελληνικά - έκθεση, ανακάλυψη, ανίχνευση, ανίχνευσης, την ανίχνευση, εντοπισμό, ανιχνεύσεως
Τυχαίες λέξεις
Ухлопать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασπαθίζω, σκοτώνω, κατασπαταλώ, σπαταλώ, καταδαπανώ, uhlopat
Μεταφράσεις: διασπαθίζω, σκοτώνω, κατασπαταλώ, σπαταλώ, καταδαπανώ, uhlopat