Bojkott στα ελληνικά

Μετάφραση: bojkott, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, Μποϊκοτάζ, Εμπορικός αποκλεισμός, Εμπορικός αποκλεισμός επιχειρήσεως, Boycott
Bojkott στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bogsera στα ελληνικά - στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει
  • boja στα ελληνικά - δεσμεύω, πεδικλώνω, Fetter
  • bok στα ελληνικά - βιβλιάριο, καπαρώνω, βιβλίο, βιβλίου, το βιβλίο, βιβλίων, λογιστική
  • bokföring στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Τυχαίες λέξεις
Bojkott στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, Μποϊκοτάζ, Εμπορικός αποκλεισμός, Εμπορικός αποκλεισμός επιχειρήσεως, Boycott