Enastående στα ελληνικά

Μετάφραση: enastående, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνο, μοναδικός, πέλμα, γλώσσα, συμπαγής, στερεός, στέρεο, στερεό, στερεά
Enastående στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • en στα ελληνικά - μία, ανύπαντρος, ένα, μονός, μόνος, μονόκλινος, ένας, ...
  • ena στα ελληνικά - ενοποιώ, συνενώνω, ένας, ένα, μία, μια, ενός
  • enda στα ελληνικά - μονόκλινος, μόνος, ανύπαντρος, γλώσσα, πέλμα, μόνο, μονός, ...
  • endast στα ελληνικά - μόλις, δίκαιος, όμως, μόνο, αλλά, απλώς, μόνον, ...
Τυχαίες λέξεις
Enastående στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνο, μοναδικός, πέλμα, γλώσσα, συμπαγής, στερεός, στέρεο, στερεό, στερεά