Enslig στα ελληνικά

Μετάφραση: enslig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυντρόφευτος, μοναχικός, μόνος, μοναχός, απόκοσμος, μονήρης, μοναχική, μοναχικό, μοναχικά, μοναχικές
Enslig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ensamt στα ελληνικά - μοναχός, μόνος, μόνη, μόνη της, και μόνο, μόνο του
  • enskild στα ελληνικά - άτομο, προσωπικός, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ατομικός, μονόκλινο, ...
  • entlediga στα ελληνικά - απολύω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
  • entré στα ελληνικά - λήμμα, είσοδος, καταχώρηση, αίθουσα, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, ...
Τυχαίες λέξεις
Enslig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυντρόφευτος, μοναχικός, μόνος, μοναχός, απόκοσμος, μονήρης, μοναχική, μοναχικό, μοναχικά, μοναχικές