Ασυντρόφευτος στα σουηδικά

Μετάφραση: ασυντρόφευτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enslig, ensam, ödslig, allena, asyntrofeftos
Ασυντρόφευτος στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυντρόφευτος

ασυντρόφευτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ασυντρόφευτος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ασυναρτησίες στα σουηδικά - rotvälska, rappakalja, gibberish, nonsens, rent nonsens
  • ασυνεπής στα σουηδικά - inkonsekvent, oförenligt, strider, oförenlig, oförenliga
  • ασυνόδευτος στα σουηδικά - ensamkommande, obeledsagat, utan medföljande vuxen, ensamma, av obeledsagat
  • ασφάλεια στα σουηδικά - försäkring, säkerhet, assurans, borgen, säkerhets, säkerheten, trygghet
Τυχαίες λέξεις
Ασυντρόφευτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: enslig, ensam, ödslig, allena, asyntrofeftos