Grop στα ελληνικά
Μετάφραση: grop, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρύπα, κοίλος, λακκάκι, λάκκος, κούφιος, ορυχείο, υπόκωφος, βαθουλωμένος, σκάμμα, Pit, λάκκο, Ρίί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gro στα ελληνικά - γεννώ, προέρχομαι, φυτρώνω, βλαστάνω, βλαστάρι, βλαστός, φυτρώνουν, ...
- groda στα ελληνικά - βάτραχος, βάτραχο, βατράχου, βατράχων
- grotta στα ελληνικά - σπηλιά, άντρο, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, το σπήλαιο
- grov στα ελληνικά - ακατέργαστος, χονδροειδής, δριμύς, ακαθάριστος, αγενής, αγροίκος, χοντρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Grop στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρύπα, κοίλος, λακκάκι, λάκκος, κούφιος, ορυχείο, υπόκωφος, βαθουλωμένος, σκάμμα, Pit, λάκκο, Ρίί
Μεταφράσεις: τρύπα, κοίλος, λακκάκι, λάκκος, κούφιος, ορυχείο, υπόκωφος, βαθουλωμένος, σκάμμα, Pit, λάκκο, Ρίί