Βαθουλωμένος στα σουηδικά
Μετάφραση: βαθουλωμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ihålig, grop, tom, bucklig, dented, skadat, knäck, buck
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθουλωμένος
βαθουλωμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, βαθουλωμένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- βαθμολόγηση στα σουηδικά - märkning, märkningen
- βαθμός στα σουηδικά - underteckna, signera, märka, poäng, nivå, grad, bevis, ...
- βαθουλώνω στα σουηδικά - dent, buckla, direktören, direktör, ende
- βαθούλωμα στα σουηδικά - dent, buckla, direktören, direktör, ende
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλωμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ihålig, grop, tom, bucklig, dented, skadat, knäck, buck
Μεταφράσεις: ihålig, grop, tom, bucklig, dented, skadat, knäck, buck