Korsett στα ελληνικά
Μετάφραση: korsett, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορσέ, κορσές, Corset, κορσέδων, Κορσέδες, Αεροστρώματα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kors στα ελληνικά - διασχίζω, γέμισμα, σταυρός, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν
- korsa στα ελληνικά - γέμισμα, διασχίζω, σταυρός, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν
- korsord στα ελληνικά - σταυρόλεξο, σταυρόλεξα, σταυρόλεξων, λευκωμάτων, σταυρολέξων
- kort στα ελληνικά - κοντός, σύντομος, κάρτα, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, ...
Τυχαίες λέξεις
Korsett στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, Corset, κορσέδων, Κορσέδες, Αεροστρώματα
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, Corset, κορσέδων, Κορσέδες, Αεροστρώματα