Κορσέ στα σουηδικά

Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korsett, korsetten, corset
Κορσέ στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορσέ

κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας σουηδικά, κορσέ στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • κοροϊδεύω στα σουηδικά - tok, narr, lura, dupe, dupera, lättlurad person, lättlurad
  • κορσάζ στα σουηδικά - Corsage
  • κορυδαλλός στα σουηδικά - lärka, spratt, skoj, skoja, lark, lärkan, larken
  • κορυφή στα σουηδικά - spets, höjd, topp, höjdpunkt, toppen, övre, översta, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: korsett, korsetten, corset