Orkeslös στα ελληνικά

Μετάφραση: orkeslös, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Orkeslös στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • orimlig στα ελληνικά - παράλογος, γελοίος, περίγελος, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, ...
  • orkan στα ελληνικά - τυφώνας, τυφώνα, τον τυφώνα, Ο τυφώνας, τυφώνων
  • orkester στα ελληνικά - ορχήστρα, ταινία, ορχήστρας, Orchestra, Ορχήστρα της, Ορχήστρα του
  • orkidé στα ελληνικά - ορχιδέα, ορχιδέας, orchid, ορχιδέες
Τυχαίες λέξεις
Orkeslös στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα