Rättegång στα ελληνικά
Μετάφραση: rättegång, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, προξενώ, αρμόζω, κοστούμι, δίκη, βολεύω, δοκιμασία, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rätt στα ελληνικά - διορθώνω, σωστός, δικαίωμα, αυλή, δεξιός, πιάτο, αληθής, ...
- rätta στα ελληνικά - σωστός, διορθώνω, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
- rättelse στα ελληνικά - διόρθωση, διόρθωμα, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
- rättfärdig στα ελληνικά - δίκαιος, μόλις, ενάρετος, δίκαιοι, ορθές, δίκαιους
Τυχαίες λέξεις
Rättegång στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, προξενώ, αρμόζω, κοστούμι, δίκη, βολεύω, δοκιμασία, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
Μεταφράσεις: εξυπηρετώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, προξενώ, αρμόζω, κοστούμι, δίκη, βολεύω, δοκιμασία, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική