Βολεύω στα σουηδικά

Μετάφραση: βολεύω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rättegång, passa, dräkt, kostym, process, klänning, tidvattnet över, strömmen under, upptrappade över
Βολεύω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βολεύω

βολεύω αγγλικα, βολεύω συνώνυμα, βολεύω συνώνυμο, βολεύω λεξικό γλώσσας σουηδικά, βολεύω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • βολή στα σουηδικά - kasta, skott, shot, skottet, sköt, skjuten
  • βολβός στα σουηδικά - kula, glödlampa, lampa, lampan, glödlampan
  • βολικός στα σουηδικά - bekväm, läglig, lämplig, bekvämt, praktiskt, bekväma, bekvämt till
  • βομβαρδίζω στα σουηδικά - bombardera, bombard, bombarderar, bomba, att bombardera
Τυχαίες λέξεις
Βολεύω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rättegång, passa, dräkt, kostym, process, klänning, tidvattnet över, strömmen under, upptrappade över