Säkerhet στα ελληνικά
Μετάφραση: säkerhet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφάλεια, αντίκρισμα, εγγύηση, εχέγγυο, εγγυώμαι, ένταλμα, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- säger στα ελληνικά - ρήση, παροιμία, γνωμικό, λέει, λέει ο, αναφέρει
- säker στα ελληνικά - ασφαλίζω, εδραίος, διασφαλίζω, σίγουρος, βέβαιος, εταιρία, σταθερός, ...
- säkring στα ελληνικά - φιτίλι, φυτίλι, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, την αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, αντιστάθμισης κινδύνων
- säl στα ελληνικά - βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Säkerhet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφάλεια, αντίκρισμα, εγγύηση, εχέγγυο, εγγυώμαι, ένταλμα, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
Μεταφράσεις: ασφάλεια, αντίκρισμα, εγγύηση, εχέγγυο, εγγυώμαι, ένταλμα, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας