Snikenhet στα ελληνικά
Μετάφραση: snikenhet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απληστία, βουλιμία, απληστίας, την απληστία, η απληστία, πλεονεξία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- snigel στα ελληνικά - σαλιγκάρι, Snail, σαλιγκαριού, σαλιγκαριών, Σαλιγκάρια
- sniken στα ελληνικά - φιλάργυρος, λαίμαργος, άπληστος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη
- snille στα ελληνικά - ιδιοφυία, μεγαλοφυία, Genius, ιδιοφυΐα, το Genius
- snillrik στα ελληνικά - έξοχος, λαμπερός, φανταστικός, δαιμόνιος, ευφυής, έξυπνη, έξυπνο, ...
Τυχαίες λέξεις
Snikenhet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απληστία, βουλιμία, απληστίας, την απληστία, η απληστία, πλεονεξία
Μεταφράσεις: απληστία, βουλιμία, απληστίας, την απληστία, η απληστία, πλεονεξία