Tillfällig στα ελληνικά
Μετάφραση: tillfällig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξέγνοιαστος, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, τυχαίος, ανεπίσημος, ευκαιρία, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tillerkänna στα ελληνικά - αποφαίνομαι, βραβείο, απονέμω, κατακυρώνω, να αναγνωρίσει, να αναγνωρίσουν, να αναγνωρίζουν, ...
- tillfälle στα ελληνικά - τύχη, συγκυρία, ευκαιρία, πιθανότητα, περίπτωση, ώρα, χρόνος, ...
- tillförlitlig στα ελληνικά - αξιόπιστος, εχέγγυος, φερέγγυος, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, ...
- tillförsikt στα ελληνικά - αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Τυχαίες λέξεις
Tillfällig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξέγνοιαστος, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, τυχαίος, ανεπίσημος, ευκαιρία, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Μεταφράσεις: ξέγνοιαστος, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, τυχαίος, ανεπίσημος, ευκαιρία, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές