Borç στα ελληνικά

Μετάφραση: borç, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παθητικό, υποχρέωση, χρέωση, ευθύνη, δασμοί, καθήκον, δωσιδικία, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή
Borç στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • borazan στα ελληνικά - σάλπιγγα, καραμούζα, κόρνα, σαλπίγγων, σάλπιγγας, σαλπίσματος
  • boru στα ελληνικά - σωλήνωση, σωλήνας, πίπα, αυλός, σωλήνα, σωλήνων, του σωλήνα, ...
  • bostan στα ελληνικά - κήπος, κήπο, κήπου, στον κήπο, τον κήπο
  • boy στα ελληνικά - βαθμός, έκταση, ύψος, μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, ...
Τυχαίες λέξεις
Borç στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: παθητικό, υποχρέωση, χρέωση, ευθύνη, δασμοί, καθήκον, δωσιδικία, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή