Δασμοί στα τούρκικα

Μετάφραση: δασμοί, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ödev, yüküm, görev, borç, görevleri, vergileri, görevler, vergiler
Δασμοί στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασμοί

δασμοί εισαγωγών από αμερική, δασμοί αυτοκινήτων, δασμοί εισαγωγής από κίνα, δασμοί αντιντάμπινγκ, δασμοί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, δασμοί λεξικό γλώσσας τούρκικα, δασμοί στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δαπανηρός στα τούρκικα - pahalı, maliyetli, masraflı, yüksek maliyetli, maliyetlidir
  • δασκάλα στα τούρκικα - öğretmen, öğretmeni, öğretmenlik, öğretmenin
  • δασμολόγιο στα τούρκικα - tarife, tarifesi, gümrük, bir tarife
  • δασοκομία στα τούρκικα - ormancılık, ormancılığın, Orman, Ormancilik, Forestry
Τυχαίες λέξεις
Δασμοί στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ödev, yüküm, görev, borç, görevleri, vergileri, görevler, vergiler