Dayanıklı στα ελληνικά
Μετάφραση: dayanıklı, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδελεχής, παντοτινός, διαρκείας, αξιόλογος, στερεός, αιώνιος, ουσιαστικός, μόνιμος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dayanma στα ελληνικά - αντοχή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, συνεχούς
- dayanmak στα ελληνικά - αμπάρι, κρατώ, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει
- dayanılmaz στα ελληνικά - ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
- dayanışma στα ελληνικά - αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη
Τυχαίες λέξεις
Dayanıklı στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδελεχής, παντοτινός, διαρκείας, αξιόλογος, στερεός, αιώνιος, ουσιαστικός, μόνιμος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Μεταφράσεις: ενδελεχής, παντοτινός, διαρκείας, αξιόλογος, στερεός, αιώνιος, ουσιαστικός, μόνιμος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών