Kurak στα ελληνικά
Μετάφραση: kurak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξηρός, στεγνός, ξερός, άνυδρες, άγονες, ξηρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kundakçı στα ελληνικά - εμπρηστικός, Firebug, το Firebug, του Firebug, Firebug για, το Firebug για
- kunduz στα ελληνικά - κάστορας, Beaver, κάστορα, καστόρι, ο κάστορας
- kuraklık στα ελληνικά - ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
- kural στα ελληνικά - αποφασίζω, βασιλεύω, ρύθμιση, κανονισμός, ιθύνω, κανόνας, κανόνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Kurak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξηρός, στεγνός, ξερός, άνυδρες, άγονες, ξηρές
Μεταφράσεις: ξηρός, στεγνός, ξερός, άνυδρες, άγονες, ξηρές