Oluk στα ελληνικά
Μετάφραση: oluk, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοχετεύω, εντομή, αυλάκι, κανάλι, αυλακώνω, ρείθρο, οχετός, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oldukça στα ελληνικά - αρκετά, δίκαια, μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
- olmak στα ελληνικά - συμβαίνω, στενά, διανύω, εξέδρα, βρίσκομαι, είμαι, κυκλοφορώ, ...
- olum στα ελληνικά - θάνατος, έχω, πρέπει, Δεν έχω, που έχω
- olumlu στα ελληνικά - θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
Τυχαίες λέξεις
Oluk στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοχετεύω, εντομή, αυλάκι, κανάλι, αυλακώνω, ρείθρο, οχετός, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή
Μεταφράσεις: διοχετεύω, εντομή, αυλάκι, κανάλι, αυλακώνω, ρείθρο, οχετός, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή