Διοχετεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göndermek, oluk, yiv, kanal, akıtmak, boşaltmak, drenaj, boşaltın, drene
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοχετεύω
διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διοχετεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διορθώνω στα τούρκικα - tam, uygun, doğru, doğru bir, düzeltmek
- διορισμός στα τούρκικα - randevu, atama, atanması, çn, bir randevu
- διπλανός στα τούρκικα - yandaki, yanındaki kapı, sonraki kapı, bitişiğinde, yanında
- διπλαρώνω στα τούρκικα - üst üste gelme, örtüşme, çakışma, bindirme, üst üste binme
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: göndermek, oluk, yiv, kanal, akıtmak, boşaltmak, drenaj, boşaltın, drene
Μεταφράσεις: göndermek, oluk, yiv, kanal, akıtmak, boşaltmak, drenaj, boşaltın, drene