Ortak στα ελληνικά

Μετάφραση: ortak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, ταίρι, κοινός, σύντροφος, αμοιβαίος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Ortak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • orospu στα ελληνικά - ιερόδουλη, εταίρα, πόρνη, καυστικός, στυφός, κόμματος, φούστα, ...
  • orta στα ελληνικά - μάτι, τσιγκούνης, οφθαλμός, καρδιά, μεσαίος, παραδόπιστος, εννοώ, ...
  • ortaklık στα ελληνικά - εταιρία, θίασος, ομήγυρη, παρέα, συνεταιρισμός, εταιρικής σχέσης, εταιρική σχέση, ...
  • ortalama στα ελληνικά - μέσος, πρότυπο, νόρμα, μέσος όρος, μέσο όρο, μέση, μέσο
Τυχαίες λέξεις
Ortak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, ταίρι, κοινός, σύντροφος, αμοιβαίος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών