Αμοιβαίος στα τούρκικα
Μετάφραση: αμοιβαίος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ortak, karşılıklı, yatırım, karşılıklı olarak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμοιβαίος
αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αμοιβαίος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αμοιβάδα στα τούρκικα - amip, amoeba, amiplerin, amipler, amipler dış
- αμοιβή στα τούρκικα - yarar, ücret, mükafat, bayrak, ödül, avantaj, ücretlendirme, ...
- αμπάρι στα τούρκικα - durdurmak, tehir, kulp, gecikme, sap, dayanmak, korumak, ...
- αμπέλι στα τούρκικα - bağ, vineyard, üzüm bağı, Bağcılık, üzüm
Τυχαίες λέξεις
Αμοιβαίος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ortak, karşılıklı, yatırım, karşılıklı olarak
Μεταφράσεις: ortak, karşılıklı, yatırım, karşılıklı olarak