Κατανέμω στα τούρκικα

Μετάφραση: κατανέμω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pay, paylaştırmak, tayın, rasyon, oranı, ration, katyon
Κατανέμω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατανέμω

κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω αγγλικα, κατανέμω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατανέμω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καταμετρώ στα τούρκικα - admeasure
  • κατανάλωση στα τούρκικα - tüketim, tüketimi, tüketiminin, tüketimini, sarfiyatı
  • καταναλωτής στα τούρκικα - tüketici, tüketim, tüketicinin, müşteri
  • καταναλώνω στα τούρκικα - tüketmek, tüketir, tüketen, tüketebilir, tüketmeye
Τυχαίες λέξεις
Κατανέμω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: pay, paylaştırmak, tayın, rasyon, oranı, ration, katyon