Yetenek στα ελληνικά

Μετάφραση: yetenek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανότητα, προτέρημα, πεσκέσι, διεύθυνση, δύναμη, κλίση, προικοδότηση, ταλέντο, χάρισμα, εξουσία, δώρο, κύρος, δωρεά, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Yetenek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yerlikli στα ελληνικά - σφετερίζομαι, σωστός, πρέπων, οικειοποιούμαι, ευπρεπής, κατάλληλος, καθωσπρέπει, ...
  • yeryüzü στα ελληνικά - υφήλιος, προσαράσσω, προσγειώνω, προσγειώνομαι, έδαφος, κόσμος, γη, ...
  • yeterlik στα ελληνικά - νισάφι, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
  • yetersiz στα ελληνικά - ελλιπής, ανεπαρκής, ανεπαρκή, ανεπαρκείς, ανεπαρκούς, ανεπαρκές
Τυχαίες λέξεις
Yetenek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανότητα, προτέρημα, πεσκέσι, διεύθυνση, δύναμη, κλίση, προικοδότηση, ταλέντο, χάρισμα, εξουσία, δώρο, κύρος, δωρεά, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά