Odročit στα ελληνικά

Μετάφραση: odročit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβάλλω, κρεμώ, αναστολή, αναστέλλω, διακόπτω, αναβάλλει, αναβάλει, διακόψουμε
Odročit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odražení στα ελληνικά - απόκρουση, απώθηση, απώθησης, απόκρουσή, απόκρουσης
  • odročení στα ελληνικά - εναιώρημα, ανάρτηση, ανακοπή, αναστολή, αναβολή, Διακοπή, αναβολής, ...
  • odrážet στα ελληνικά - ηχώ, αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, αντανακλώ, αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, ...
  • odrůda στα ελληνικά - ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορα, ποικίλες
Τυχαίες λέξεις
Odročit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβάλλω, κρεμώ, αναστολή, αναστέλλω, διακόπτω, αναβάλλει, αναβάλει, διακόψουμε