Αναστέλλω στα τσεχικά

Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
suspendovat, přerušit, zavěsit, odročit, odložit, zastavit, ukončit, omezovat, potlačit, inhibují, inhibovat, inhibici
Αναστέλλω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστέλλω

αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας τσεχικά, αναστέλλω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ανασκόπηση στα τσεχικά - dohlížet, přehlídka, plán, dozor, revize, vyměřování, snímek, ...
  • αναστάτωση στα τσεχικά - povyk, zmatek, rozvrat, rozruch, porucha, ruch, hádka, ...
  • αναστατώνω στα τσεχικά - vzrušit, rozrušit, překotit, dopalovat, převrátit, znepokojit, rušit, ...
  • αναστενάζω στα τσεχικά - vzdychnutí, povzdechnutí, vzdychat, vzdech, povzdechnout, povzdech, povzdechem, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: suspendovat, přerušit, zavěsit, odročit, odložit, zastavit, ukončit, omezovat, potlačit, inhibují, inhibovat, inhibici